- ξεστομίζω
- και ξεστομώ, -άω(συν. σχετικά με απρεπή λόγια) βγάζω από το στόμα μου, εκστομίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-στομίζω (αόρ. ἐξ-εστόμισα) βλ. λ. ξ(ε)-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεστομίζω — ξεστομίζω, ξεστόμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεστομίζω — ξεστόμισα (για λόγια), βγάζω από το στόμα μου, λέω, εκστομίζω: Δεν τόλμησε να ξεστομίσει λέξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
προεκχέω — Α ξεστομίζω, λέω προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκχέω «χύνω προς τα έξω, ξεστομίζω»] … Dictionary of Greek
έκφημι — ἔκφημι (Α) λέγω, προφέρω, εκφωνώ, εκφράζω, ξεστομίζω … Dictionary of Greek
αμολάω — και αμολάρω 1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω 2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ 3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί 4. ξαμολάω, χαλαρώνω 5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του,… … Dictionary of Greek
απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… … Dictionary of Greek
αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… … Dictionary of Greek
δίημι — (Α) [ίημι] 1. διαπερνώ 2. επιτρέπω τη διέλευση 3. διαλύω, απολύω 4. παθ. (για φυλακισμένους, αιχμαλώτους) απολύομαι, ελευθερώνομαι 5. μαλακώνω κάτι διαβρέχοντάς το 6. (για δόντια) ξεσφίγγω 7. φρ. «διίημί τι τοῡ στόματος» ξεστομίζω, αναφέρω … Dictionary of Greek
δεννάζω — (Α) [δέννος] 1. βρίζω, κακολογώ 2. φρ. «κακά ρήματα δεννάζειν» ξεστομίζω φοβερές βρισιές … Dictionary of Greek